- υδατοφράκτης
- écluse
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
υδατοφράκτης — και υδατοφράχτης, ο, Ν μεγάλο τεχνητό φράγμα για τη συγκέντρωση ή τη συγκράτηση υδάτων και τη δημιουργία τεχνητής λίμνης ή ταμιευτήρα, υδροφράκτης («ο υδατοφράκτης τού Μαραθώνα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ύδωρ, ύδατος + φράκτης. Η λ., στον λόγιο τ. τού πληθ … Dictionary of Greek
διασφαγή — διασφαγή, η (AM) 1. χάσμα, άνοιγμα, ρήγμα 2. διασφάξ* αρχ. υδατοφράκτης … Dictionary of Greek
ζεύγμα — το (AM ζεῡγμα) [ζεύγνυμι] κάθε τι που χρησιμοποιείται για ζεύξη, για σύνδεση, δεσμός, σύνδεσμος 2. φρ. α) «ζεύγμα λιμένος» φράγμα από πλοία που φράζουν την είσοδο τού λιμανιού με το οποίο αποκλείεται η είσοδος ή η έξοδος β) «ζεύγμα ποταμού»… … Dictionary of Greek
νεροδεσιά — η φράγμα για παρεμπόδιση τής ροής ύδατος ή για εκτροπή ύδατος προς άλλη κατεύθυνση, υδατοφράκτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < νερ(ο) * + δεσιά (< δένω), πρβλ. ξυλο δεσιά, σιδερο δεσιά] … Dictionary of Greek
οχετογνώμων — ο μικρός ξύλινος ή σιδερένιος υδατοφράκτης με τον οποίο ρυθμίζεται η εκροή τού νερού από τις δεξαμενές και η κατανομή του στα αυλάκια και στους αγωγούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < οχετός + γνώμων (< γνώμη < γιγνώσκω)] … Dictionary of Greek
ποταμοφράκτης — ο, Ν υδατοφράκτης σε ποταμό … Dictionary of Greek
ρουφράκτης — ο, Ν υδατοφράκτης ποταμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρους (Ι) + φράκτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στο Λεξικόν Στρατιωτικών Όρων τού Α.θ. Ηπίτη] … Dictionary of Greek
υδατόφραγμα — το, Ν υδατοφράκτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύδωρ, ύδατος + φράγμα] … Dictionary of Greek
υδροφράκτης — και υδροφράχτης, ο, Ν 1. σύστημα εξοπλισμένο με μία ή και περισσότερες θύρες ή βάννες, που χρησιμοποιείται για τη διακοπή, την ελευθέρωση ή τον περιορισμό τής ροής τού νερού 2. συνεκδ. η κυρίως θύρα τού παραπάνω συστήματος 3. υδατοφράκτης, φράγμα … Dictionary of Greek
φράγμα — το, ΝΜΑ, και φάργμα και φάρχμα Α φράχτης, περίφραξη νεοελλ. 1. φραγμός, εμπόδιο 2. κατασκευή για παρεμπόδιση τής ροής τού νερού, για μεταβολή τού ρου ρεόντων υδάτων ή για τη δημιουργία ταμιευτήρων, υδροφράκτης, υδατοφράκτης 3. φρ. α) «φράγμα… … Dictionary of Greek
Γκαρόν — (Garonne).Τοπωνύμια της γαλλικής και ισπανικής επικράτειας. 1. Ποταμός (647 χλμ.) της Γαλλίας και της Ισπανίας. Στα ελληνικά αναφέρεται και Γαρούνας. Έχειεπιφάνεια λεκάνης 56.000 τ. χλμ. Οι πηγές του βρίσκονται στην Ισπανία, στα κεντρικά Πυρηναία … Dictionary of Greek